- ορκοπατώ
- ὁρκοπατῶ, -έω (Μ)παραβαίνω όρκο που έδωσα, γίνομαι επίορκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρκος + -πατῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek